ἐξορμήσεις

ἐξορμήσεις
ἐξόρμησις
urging on
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐξόρμησις
urging on
fem nom/acc pl (attic)
ἐξορμάω
send forth
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
ἐξορμάω
send forth
fut ind act 2nd sg (attic ionic)
ἐξορμάω
send forth
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
ἐξορμάω
send forth
fut ind act 2nd sg (attic ionic)
ἐξορμέω
to be out of harbour
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐξορμέω
to be out of harbour
fut ind act 2nd sg
ἐξορμέω
to be out of harbour
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐξορμέω
to be out of harbour
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …   Dictionary of Greek

  • Αντίλλες — Μεγάλο νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής θάλασσας, το οποίο αποτελείται από μια μακρά σειρά μεγάλων και μικρών νησιών, που εκτείνονται σε τοξοειδή διάταξη, από τη Φλόριντα των ΗΠΑ έως τις ανατολικές ακτές της Βενεζουέλας. Οι Α. ορίζουν στα Α και …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βίκινγκς ή Νορμανδοί — Οι κάτοικοι των σκανδιναβικών χωρών που, ως θαλασσοπόροι, πολεμιστές, πειρατές και έμποροι, εξορμούσαν στις θάλασσες και στις ακτές της βόρειας Ευρώπης από τον 7o έως τον 11o αι., φτάνοντας μέχρι την Ισλανδία, τη Γροιλανδία και το Λαμπραντόρ. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ραζή-Κότσικας — Οικογένεια της Κεφαλονιάς, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην Επανάσταση. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός. Γεννήθηκε το 1798. Πολύ νέος ανακηρύχτηκε από τους συμπατριώτες του γενικός αρχηγός τους. Όταν άρχισε η Επανάσταση έσπευσε στο Μεσολόγγι και ανέλαβε …   Dictionary of Greek

  • Σέρρας, Βαρθολομαίος — Έλληνας διοικητής της αστυνομίας Καΐρου τον 18o αι. Ο Σ. ήταν κάτοικος Καΐρου στην εποχή της πολιορκίας της πόλης από τους Γάλλους του Βοναπάρτη. Όταν οι Μαμελούκοι εγκαταλείψανε την πόλη, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι της, έκαψαν τα ανάκτορα τους και… …   Dictionary of Greek

  • ορμητήριο — το 1. τόπος οχυρωμένος, που χρησιμεύει ως κέντρο απ όπου γίνονται εξορμήσεις πολεμικές, επιδρομές ληστρικές, πειρατικές. 2. ελατήριο, κίνητρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”